- ἀειδουλία
- ἀειδουλίᾱ , ἀειδουλίαperpetual slaveryfem nom/voc/acc dualἀειδουλίᾱ , ἀειδουλίαperpetual slaveryfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειδουλία — ἀειδουλία, η (Α) [ἀείδουλος] διαρκής, αιώνια δουλεία … Dictionary of Greek
αείδουλος — ἀείδουλος, ον (Α) ο αιώνια δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + δούλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀειδουλία] … Dictionary of Greek
αειδουλεία — ἀειδουλεία, η (Α) η αειδουλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + δουλεία < δουλεύω] … Dictionary of Greek